[Plug] Υπάρχει 'Μακεδονική' μεταφραση;

Teta Bilianou tetonio at gmail.com
Mon May 4 01:36:13 EEST 2009


Τα Βαλκάνια, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και με συμβολική
στιγμή την συμφωνία του Ντέιτον για τη Βοσνία (1995) αποτέλεσαν ένα
κατεξοχήν πεδίο άσκησης του μεταψυχροπολεμικού αμερικανικού
πολιτικοστρατιωτικού παρεμβατισμού. Παρότι η αποδιάρθρωση της
Γιουγκοσλαβίας διπλωματικά επικυρώθηκε κυρίως από πρωτοβουλίες της
Ε.Ε. και ειδικά της Γερμανίας, που φλερτάρισε εκείνη την περίοδο με
την ιδέα μιας αυτόνομης πολιτικής και διαμόρφωσης μιας ιδιαίτερης εν
δυνάμει ζώνης επιρροής, εντούτοις θα είναι οι ΗΠΑ αυτές που κατεξοχήν
θα αναλάβουν να διαχειριστούν την ένταση, να επιλύσουν στρατιωτικά τα
όποια προβλήματα (με αποκορύφωμα το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας το
1999) και να επιβεβαιώσουν το ρόλο τους ως της μόνης δύναμης που
μπορεί πολιτικοστρατιωτικά να εγγυηθεί την σταθερότητα ευρύτερων
περιοχών, έστω και αν αυτό σημαίνει μια στρατηγική <<διαχείρισης της
έντασης και της αποσταθεροποίησης).

Η κατάσταση στα Βαλκάνια δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο υπό το
πρίσμα των εντεινόμενων εθνικιστικών συγκρούσεων, αλλά και των
ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων και ανταγωνισμών που διαπλέκονται με τις
πρώτες. Αυτό φαίνεται και στις τωρινές εστίες έντασης στα Βαλκάνια,
είτε αυτές που αφορούν την σχέση Σερβίας και Μαυροβουνίου, είτε -και
κυρίως- αυτές που αφορούν το ερώτημα του Κοσόβου και συνολικά των
περιοχών με ισχυρές Αλβανικές μειονότητες (συμπεριλαμβανομένης της
ΠΓΔΜ) και το εάν και κατά πόσο θα περάσουμε από τη σημερινή μορφή
προτεκτοράτου σε μια λογική ντε φάκτο ή ακόμη και ντε γιούρε
ανεξαρτησίας. Η αμερικανική επιλογή, με μάλλον σταθερό τρόπο τα
τελευταία σχεδόν 10 χρόνια, δεν είναι μόνο η προσπάθεια <<λύσης
προβλημάτων>> (και η κατοχύρωση ότι μόνο η στρατιωτική υπεροπλία των
ΗΠΑ μπορεί να <<κλείνει ζητήματα>>). Είναι ταυτόχρονα -συχνά και
περισσότερο- η εξασφάλιση ότι η αναπαραγωγή εκείνων των κινδύνων
αποσταθεροποίησης που θα καθιστούν αναντικατάστατη την αμερικανική
στρατιωτική παρέμβαση. Αυτό παίρνει την μορφή μιας ιδιαίτερα
ενεργητικής προσπάθειας να διατηρούνται μια σειρά από ζητήματα ενεργά,
ειδικά όταν αυτά δημιουργούν προβλήματα και στους όποιους ανταγωνιστές
των ΗΠΑ. Στο όριό της αυτή η προσπάθεια είναι διατεθειμένη ακόμη και
να ξεπεράσει το απαραβίαστο των μετά το 1945 συνόρων και να προχωρήσει
ακόμη και σε αλλαγές συνόρων: το ερώτημα του Κουρδικού κράτους στο
Βόρειο Ιράκ, η ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου, η διαρκής αναμόχλευση
αποσχιστικών τάσεων στα όρια της Ρωσικής ομοσπονδίας με τα ουκ ολίγα
<<σημεία έντασης>>, η συστηματική αξιοποίηση <<στρατηγικών μειονοτήτων>>,
είναι χαρακτηριστικές τέτοιες κινήσεις που αποσκοπούν είτε στο να
επιβάλουν αποκλειστικά φιλοαμερικανικές καταστάσεις, είτε στο να
δημιουργούν προβλήματα σε αντιπάλους, είτε απλώς στο να συντηρούν
ανοιχτές εστίες και απειλές. Ειδικά απέναντι στην Ε.Ε. είναι σαφής ο
επιθετικός χαρακτήρας αυτών των κινήσεων, στο βαθμό που οξύνει ακριβώς
την απουσία ευρωπαϊκής στρατηγικής (ή δυνατότητας) για την στρατιωτική
διαχείριση κρίσεων και επιβάλει ντε φάκτο ευρω-ατλαντικές πρακτικές.
Κατά κάποιο τρόπο οι ΗΠΑ δείχνουν να σπεύδουν να κατοχυρώσουν
αναβαθμισμένες θέσεις στα όρια της Ε.Ε. -έστω και μέσω της διαχείρισης
της αποσταθεροποίησης- μέσα από μια αναβαθμισμένη πολιτικοστρατιωτική
παρουσία (μια που δεν μπορούν να υποσχεθούν αναβαθμισμένες οικονομικές
σχέσεις όπως κάνει η Ε.Ε.) που θα λειτουργεί και ως μοχλός πίεσης.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα προβλήματα στην ΠΓΔΜ είναι σαφές ότι το
πρόβλημα προέρχεται από τα ίδια τα όρια και τις αντιφάσεις της
συγκρότησης αυτού του μικρού κράτους: η αφύπνιση του Αλβανικού
εθνικισμού (στην πραγματικότητα του μόνου ανολοκλήρωτου <<εθνικού
σχεδίου>> στα Βαλκάνια) έβαλε τέλος στην <<ρόδινη εικόνα>> του μικρού
κρατιδίου που μετατρεπόμενο σε όαση επενδύσεων και σε προνομιακό χώρο
υποδοχής της αμερικανικής βοήθειας θα βαδίσει στο δρόμο της ευημερίας.
Η αποφυγή της εμπόλεμης (ανάμεσα σε Σλαβομακεδόνες και Αλβανούς)
σύρραξης το 2001 προϋπέθεσε μια σειρά από παραχωρήσεις και θεσμικές
αλλαγές που καθαυτές μάλλον αναπαράγουν παρά επιλύουν το πρόβλημα ενώ
ταυτόχρονα αποσταθεροποιούσαν και την πολιτική συνοχή. Ο τακτικός
υπολογισμός των ΗΠΑ είναι σαφής: προσφέρουν μια κρίσιμη πολιτική
αναγνώριση τις παραμονές ενός δημοψηφίσματος (για την έγκριση αλλαγών
στην Τοπική Αυτοδιοίκηση που αποτελούν κομμάτι της συμφωνίας
<<εσωτερικής ειρήνευσης>>) που δεν έπρεπε να έχει υψηλή συμμετοχή και
κατοχυρώνουν τον -ούτως ή άλλως- πρώτο ρόλο τους στην περιοχή  σε
βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι μόνο, όμως, μια κίνηση
<<σταθερότητας>>, γιατί ταυτόχρονα εντάσσεται και σε ένα ευρύτερο σχέδιο
αναδιοργάνωσης στα Βαλκάνια με κομβικό σημείο τη διαφαινόμενη αποδοχή
της λύσης του ανεξάρτητου Κοσόβου (άρα της αλλαγής των συνόρων) με
ταυτόχρονη δέσμευση για διατήρηση της κοινής οντότητας Σερβίας -
Μαυροβουνίου (συμπεριλαμβανομένης και της Βοϊβοδίνας)[4], μια κίνηση
που μπορεί να οδηγήσει σε ευρύτερους όρους αποσταθεροποίησης στην
περιοχή. Άλλωστε και η ίδια η λύση της παροχής μεγαλύτερης αυτονομίας
στους Αλβανούς της Μακεδονίας, μπορεί να φαντάζει ως συγκυριακή
<<ειρήνευση>> στην πραγματικότητα προοπτικά μπορεί να επιτείνει τον
κύκλο της συζήτησης για αυτονομία και ανεξαρτησία όλων των περιοχών με
Αλβανικές πλειοψηφίες (πόσο μάλλον που αυτές γειτνιάζουν γεωγραφικά).

Ταυτόχρονα δεν θα πρέπει να μας διαφεύγουν δύο πιο συνολικά ζητήματα
σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των διεθνών <<εντάσεων>>: α) Τα υπαρκτά
σύνορα αρχίζουν να μην αντιμετωπίζονται ως θέσφατο και θεωρείται ότι
εν μέρει μπορούν και να ξαναχαραχθούν σε μια σειρά από θερμές ζώνες.
β) Όλο και περισσότερο προτείνονται λύσεις που συγκλίνουν σε πρακτικές
σύγχρονων προτεκτοράτων σε μια σειρά από περιπτώσεις, προτεκτοράτων
που θα λειτουργούν ως <<μονίμως προσωρινές>> λύσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι
η Βοσνία είναι ήδη ένα τέτοιο παράδειγμα, ενώ το σχέδιο Ανάν αυτή
ακριβώς τη λύση πρότεινε για την Κύπρο, προβαλλόμενο ταυτόχρονα ως
λύση για ένα ευρύτερο φάσμα κρίσεων.

Στο σημείο αυτό καλό είναι να θυμίσουμε τους ίδιους τους όρους μέσα
από τους οποίους προέκυψε η Γιουγκοσλαβική τραγωδία: Στην
πραγματικότητα στην ενιαία Γιουγκοσλαβία από αρκετά χρόνια πριν
αναπτύσσονταν αποκλίνουσες τάσεις καθώς τα στρώματα της κρατικής
αστικής τάξης προσπαθούσαν να έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα εντός
κάθε ομόσπονδης δημοκρατίας (και αυτό ιδεολογικά επενδυόταν και με την
αναπαραγωγή στοιχείων εθνικισμού) και απέναντι στους ομοσπονδιακούς
θεσμούς. Η μετάβαση από έναν κρατικό καπιταλισμό προς στοιχεία ενός
κλασικού <<καπιταλισμού της αγοράς>> επέτεινε τις αντιθετικές τάσεις με
τις βόρειες δημοκρατίες (Σλοβενία και Κροατία) να επιδιώκουν την
ανεξαρτησία τους για να διασφαλίσουν την ανώτερη οικονομική και
παραγωγική βάση τους και να ενταχθούν αυτοτελώς στις διαδικασίες
διεθνοποίησης του κεφαλαίου απαλλαγμένες από το βάρος της
χρηματοδότησης των πιο φτωχών περιοχών. Ήταν άλλωστε προφανές ότι το
ομοσπονδιακό σχέδιο μπορούσε να διασωθεί μόνο υπό την προϋπόθεση μιας
αριστερής στροφής, μιας έμφασης στο σοσιαλιστικό χαρακτήρα, που όμως
ως στρατηγική είχε ήδη ηττηθεί από παλιά. Κατά συνέπεια αντικειμενικά
άνοιγε ο δρόμος για έναν κύκλο συγκρουόμενων εθνικών ολοκληρώσεων (με
τη Βοσνία να γίνεται από ένα σημείο και μετά το επίδικο αντικείμενο).
Σε αυτό το πλαίσιο όχι μόνο αναζωπυρώνεται  το πρόβλημα του Κοσόβου
(ένα εκρηκτικό πρόβλημα που συμπύκνωνε ταυτόχρονα την ανολοκλήρωτη
εθνική ολοκλήρωση των Αλβανών και τις διαρκείς πιέσεις που δεχόταν το
Σερβικό στοιχείο συνολικά από τις όλες εξελίξεις), αλλά και  η κρατική
αστική τάξη της σημερινής ΠΓΔΜ επιλέγει να μπει και αυτή στον κύκλο
της ανεξαρτησίας.

Όμως θα ήταν λάθος να δούμε την Γιουγκοσλαβική τραγωδία μόνο με όρους
<<ενδογενών αντιθέσεων>>. Αντίθετα, καθοριστικός ήταν και ο ρόλος του
διεθνούς ιμπεριαλιστικού παράγοντα. Η διαλεκτική εσωτερικών και
εξωτερικών παραμέτρων, άλλωστε, φαίνεται και στην ίδια την έννοια της
απόσχισης για την κατοχύρωση προνομιακών σχέσεων με το διεθνές
ιμπεριαλιστικό σύστημα και το διεθνοποιημένο κεφάλαιο. Επιπλέον, από
την αρχή η Βαλκανική τραγωδία γίνεται πεδίο εντονότατων ανταγωνισμών
ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα με την Γερμανία να πρωτοστατεί για
την αναγνώριση των νέων κρατών και τις ΗΠΑ να μπαίνουν επίσης στο
χορό, ξεκινώντας από την <<επίλυση>> του Βοσνιακού. Χωρίς τη ρητή
συναίνεση των ιμπεριαλιστικών κέντρων, τη νομιμοποίηση που προσέφεραν,
τη διαρκή αίσθηση ότι η όξυνση της σύγκρουσης μπορεί να οδηγήσει στην
ευκταία ιμπεριαλιστική μεσολάβηση, δεν θα είχε πάρει η σύγκρουση αυτή
την ένταση.

Σε ό,τι αφορά το ίδιο το <<Μακεδονικό>> οι ρίζες του είναι αρκετά
παλιές: Στην πολυεθνική Μακεδονία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
διεξήχθη ένας ανελέητος ανταγωνισμός των γειτονικών <<εθνικών κέντρων>>
(Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία -ο Αλβανικός εθνικισμός θα αφυπνιστεί λίγο
αργότερα) για το ποιος θα επηρεάσει τους κατά πλειοψηφία αγροτικούς
σλαβικούς πληθυσμούς. Γι' αυτό όλη η φιλολογία περί της ανέκαθεν
ελληνικής Μακεδονίας είναι εντελώς ανιστόρητη και παραπλανητική. Το
ποιος θα ελέγχει τον παπά του χωριού, το δάσκαλο, ή το ποιος πρώτος θα
στρατολογούσε στην τοπική παραστρατιωτική ομάδα γινόταν πεδίο
συγκρούσεων χωριό το χωριό. Το υπαρκτό κίνημα για μακεδονική εθνική
απελευθέρωση (σε αντιδιαστολή προς τα εθνικά κέντρα) δεν θα μπορέσει
να έχει την ίδια ισχύ με τα κινήματα εθνικής ολοκλήρωσης, ενώ η
διεθνιστική θέση για πολυεθνική οντότητα που προέβαλαν οι
σοσιαλιστικές τάσεις (και εν μέρει θα αναπαράγει και η Γ' Διεθνής) δεν
θα μπορέσει να έχει μεγάλη απήχηση. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α'
Παγκόσμιος Πόλεμος και τελικά η συνθήκη της Λωζάνης θα κλείσουν το
θέμα των συνόρων, ενώ ο ερχομός των προσφύγων από την Μικρά Ασία και
τον Πόντο -και συνολικά η ανταλλαγή των πληθυσμών- θα κλείσει και το
θέμα της εθνολογικής πλειοψηφίας στην ελλαδική Μακεδονία (γι' αυτό και
ορθά το ΚΚΕ στη δεκαετία του 1930 εγκατέλειψε το σύνθημα για
ανεξάρτητη Μακεδονία). Παρόλα αυτά παρέμεινε το πρόβλημα της
σλαβομακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα καθώς και το πρόβλημα της
σλαβομακεδονικής πλειονότητας στη σημερινή ΠΓΔΜ. Στο Β΄ Παγκόσμιο
πόλεμο το σλαβομακεδονικό στοιχείο να πλαισιώσει τον αντιφασιστικό
αγώνα, πόσο μάλλον που ο Τίτο και το Γιουγκοσλαβικό Κόμμα υπόσχονταν
την δυνατότητα αυτοδιάθεσης (μέσω ομοσπονδίας) των εθνικών οντοτήτων
της Γιουγκοσλαβίας. Αντίστοιχα στην Ελλάδα η σλαβομακεδονική
μειονότητα θα ενισχύσει τόσο το ΕΑΜ όσο και το ΔΣΕ. Την επαύριο του
πολέμου και τη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής ομοσπονδιακής
Γιουγκοσλαβίας η ομόσπονδη δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας ήταν η πρώτη
κρατική έκφραση των Σλαβομακεδόνων, έστω και εάν υπήρξαν και στοιχεία
<<τεχνητά>> στο κράτος αυτό, στα πλαίσια και της όλης λογικής του Τίτο
για ένα παιχνίδι ισορροπιών ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες. Στην
Ελλάδα στο τέλος του εμφυλίου αφενός θα εκδιωχθεί μεγάλο μέρος των
Σλαβομακεδόνων (χωρίς μέχρι σήμερα δυνατότητα επιστροφής), αφετέρου το
<<μακεδονικό>> θα αποτελεί βασικό στοιχείο της μετεμφυλιακής πολεμικής
απέναντι στην Αριστερά (εξ ου και τα περί <<προδοτών ΕΑΜοβουλγάρων>>).
Όσο για τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης στη Γιουγκοσλαβική
Μακεδονία, αυτή θα ακολουθήσει ένα κλασικό μοτίβο κατασκευής εθνικών
μύθων και αναπαραγωγής στοιχείων αλυτρωτισμού για τις χαμένες πατρίδες
της <<μακεδονικής εθνότητας>>.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική στάση θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μερικά
πράγματα: Για την ελληνική ολιγαρχία το ξεκίνημα του κύκλου της
αποσταθεροποίησης και της διάλυσης στα Βαλκάνια μετά το 1990
αντικειμενικά δημιουργούσε σε πρώτη φάση μια σειρά από κινδύνους καθώς
και ένα τοπίο ανατροπής παραδοσιακών όρων και συμμαχιών. Αυτό μπορεί
να εξηγήσει την όλη φόρτιση πάνω στο θέμα του ονόματος καθώς φάνταζε
το νέο κρατίδιο και το όνομά του να περιλαμβάνει όλους τους πιθανούς
κινδύνους: αλυτρωτισμός, αλλαγή συνόρων, νέες συμμαχίες, πιθανή
αναβάθμιση της Τουρκίας. Ταυτόχρονα σε επίπεδο λαϊκής συνείδησης η όλη
εξέλιξη μαζί με την ιδιαίτερα τραυματική εικόνα της Γιουγκοσλαβικής
τραγωδίας, απειλούσαν να ενισχύσουν το λαϊκό αντιιμπεριαλισμό. Σε αυτό
το φόντο, και σε ένα ιδεολογικό τοπίο δεξιάς παλινόρθωσης, εντάθηκαν
και στοιχεία εθνικιστικής ιδεολογίας, σε αρκετές περιπτώσεις και
κρατικά ενορχηστρωμένες. Αυτή η όλη φόρτιση <<δέσμευσε>> σε μεγάλο βαθμό
και τα κόμματα εξουσίας σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση. Έτσι το όνομα
της ΠΓΔΜ (και στην πραγματικότητα οι όροι πολιτικής διαχείρισης της
ένταξης αυτού του κράτους στο διεθνές σύστημα) έδειχνε να είναι εκείνο
το σημείο στο οποίο μπορούσε η ελληνική αστική τάξη να πιέσει πολιτικά
και να διεκδικήσει από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα το δικαίωμα να έχει
λόγο στα Βαλκανικά πράγματα και να μη βλέπει μόνο διαρκείς ανατροπές.
Αυτό φάνηκε και στους αρχικούς χειρισμούς και αργότερα στο εμπάργκο
απέναντι στην ΠΓΔΜ από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και την όλη
πίεση μέχρι την <<ενδιάμεση συμφωνία>>.

Από σχετικά νωρίς η στρατηγική απέναντι στην πΓΔΜ καθορίστηκε από την
συνολική στρατηγική επιλογή του ελληνικού αστισμού που αρθρώθηκε
κυρίως από τις κυβερνήσεις Σημίτη (αλλά και εν μέρει αρθρώθηκε και από
τον κ. Μητσοτάκη). Η Ελλάδα έχοντας ένα πραγματικό οικονομικό και
πολιτικό κεκτημένο αναδιαρθρώσεων και όντας ένας ανεπτυγμένος
καπιταλιστικός σχηματισμός με δυνατότητα να παίξει ένα σημαντικό ρόλο
στο άνοιγμα των νέων σχηματισμών στις διαδικασίες διεθνοποίησης του
κεφαλαίου δεν μπορούσε να διακυβεύσει μια λογική εμπλοκής σε πολεμικές
αντιπαραθέσεις, ούτε να συναινέσει σε λογικές αλλαγών συνόρων.
Αντίθετα θα στήριζε πρακτικές <<ειρήνευσης>> και σταθερότητας και κυρίως
θα επένδυε στην οικονομική διείσδυση. Αυτό εν πολλοίς όρισε και ένα
πεδίο ισορροπίας στο θέμα του ονόματος: έμπρακτη αποδοχή της ΠΓΔΜ,
αποδοχή της πραγματικής χρήσης του ονόματος Μακεδονία, προσπάθεια για
κατοχύρωση του FYROM σε επίσημο διεθνές επίπεδο, αυξημένη οικονομική
διείσδυση και παραπομπή στο μέλλον της διαμόρφωσης μιας σύνθετης
ονομασίας. Το γιατί δεν επιλύθηκε οριστικά είχε σχέση και με
εξωτερικούς όρους (την διατηρούμενη αστάθεια στην τέως Γιουγκοσλαβία,
την όξυνση των εσωτερικών εθνικών αντιφάσεων της πΓΔΜ, το γεγονός ότι
τα Βαλκάνια και η ευρύτερη περιοχή δεν μπορούν να οριστούν μόνο με
όρους <<οικονομικής διπλωματίας>> ή ανοίγματος αγορών, αλλά και με όρους
<<κλασικής>> γεωστρατηγικής αντίληψης ισορροπίας δυνάμεων) και με
εσωτερικούς: την ιδιότυπη πολιτική κα ιδεολογική αντίφαση της αστικής
στρατηγικής που περιγράψαμε πιο πάνω, καθώς όλες εκείνες οι κινήσεις
που αντικειμενικά συντείνουν στο αστικό στρατηγικό συμφέρον
(κατευνασμός και επίλυση διαφορών με την Τουρκία, κλείσιμο Κυπριακού
με μια λύση τύπου Ανάν, επίλυση του ονόματος κ.λπ.) παρότι καθαυτές
υπηρετούν μια επιθετική ελληνική αστική στρατηγική οικονομικής και
πολιτικής αναβάθμισης, έχουν την ιδιαιτερότητα να φαντάζουν ως
κινήσεις εθνικής μειοδοσίας.

Και αυτό ακριβώς σήμερα είναι που οξύνει αντιφάσεις για την άσκηση
εξωτερικής πολιτικής: η επιθετική ενέργεια των ΗΠΑ, αντικειμενικά
υπονομεύει την προσπάθεια για μια συναινετική λύση στα πλαίσια της
διαδικασίας πρόσδεσης της ΠΓΔΜ με την Ε.Ε., ενώ ταυτόχρονα έχει όλη τη
φόρτιση μιας πιθανής προσπάθειας νέων ανατροπών στα Βαλκάνια.
Επιπλέον, το γεγονός ότι μια τέτοια κίνηση γίνεται παρά τη συστηματική
προσπάθεια όλων των τελευταίων κυβερνήσεων για κατευνασμό και
εξυπηρέτηση του αμερικανικού παράγοντα και τις αποστάσεις, ειδικά της
κυβέρνησης Καραμανλή, από μια πολιτική <<γαλλογερμανικού>> άξονα λογικό
είναι να εντείνει τις ανησυχίες για το εύρος των αμερικανικών
σχεδιασμών, πόσο μάλλον που η πολιτική Μπους βγαίνει από τις εκλογές
με μεγαλύτερη νομιμοποίηση από ό,τι το 2000 και αυτό μπορεί να
σημαίνει και πιο επιθετική λογική επίλυσης παρέμβασης σε κρίσεις και
εντάσεις.

Και βέβαια δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε ότι η ίδια η επιθετική
χειρονομία των ΗΠΑ -με δεδομένο ότι υπήρχε μια ανοιχτή διαδικασία
διαπραγμάτευσης για το όνομα- φανερώνει τα όρια της λογικής
κατευνασμού και διαρκούς προσαρμογής στους ιμπεριαλιστικούς
σχεδιασμούς που επέλεξαν οι ελληνικές κυβερνήσεις, που αποδεδειγμένα
δεν οδηγούν σε ειρηνικότερες λύσεις και συνθήκες για τους λαούς.

Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα εκτιμούμε κατ' αρχήν ότι θα κυριαρχήσει η
λογική του <<ρεαλισμού>> και της προσαρμογής και αυτό μπορεί να εξηγήσει
και την όλη προσπάθεια να αποφευχθούν υψηλοί τόνοι και λογικές
<<συλλαλητηρίων>> κ.λπ. Η βασική κατεύθυνση των κυβερνητικών χειρισμών
θα στραφεί προς την διαπραγμάτευση της ΠΓΔΜ με την Ε.Ε. και την
προσπάθεια για έναν εντιμότερο συμβιβασμό ως προς το διεθνές όνομα,
έστω και εάν η αμερικανική χειρονομία δημιουργεί ένα ιδιαίτερα
σημαντικό τετελεσμένο. Σε κάθε περίπτωση -και παρά τις ρητορικές
οξύνσεις- η κυβέρνηση απολαμβάνει το προνόμιο να έχει αντιπολίτευση
ακόμη πιο ενδοτική (άλλωστε ακόμη και στο συγκεκριμένο η κριτική του
ΠΑΣΟΚ είναι επί του χειρισμού της διαπραγμάτευσης για το όνομα και όχι
επί της ουσίας). Επιπλέον, καθόλου δεδομένο δεν είναι ότι μια λογική
<<έκφρασης λαϊκής αγανάκτησης>> θα έμενε εντός των <<πατριωτικών>> ορίων
και δεν θα ξέφευγε προς μια αναζωπύρωση αντιαμερικανισμού. Αντίθετα,
είναι πολύ πιο πιθανό να αξιοποιηθεί και το ίδιο το γεγονός της
αμερικάνικης αναγνώρισης ως επιχείρημα για μια πιο <<ψύχραιμη και
ρεαλιστική>> αντιμετώπιση.

Με αυτή την έννοια διάφορα που αναπαράγονται περί πλήγματος στην
κυβέρνηση ή περί πιο πιθανού ενδεχόμενου εκλογών μάλλον περικλείουν
ευσεβείς πόθους παρά την αλήθεια. Αντίθετα, η κυβέρνηση παρά το
αρνητικό κλίμα έχει τη δυνατότητα να διαχειριστεί την <<ρεαλιστική
προσαρμογή>> στα νέα δεδομένα. Όσο για τις εκλογές είναι μάλλον κωμικό
να φανταστεί κανείς το Γιωργάκη Παπανδρέου να ηγείται <<πατριωτικής
αντιπολίτευσης>>. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο οι πρώτες δημοσκοπήσεις όσο
και το καλλιεργούμενο κλίμα των προηγούμενων λαθών και χαμένων
ευκαιριών συμβάλλουν στην ίδια κατεύθυνση.

Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα δούμε και εθνικιστικές κορώνες και όλο τον
εσμό της ελληνικής ακροδεξιάς να παρελαύνει -άλλωστε η είσοδος του
ΛΑΟΣ στην ευρωβουλή δίνει άλλη υπόσταση στο σχέδιο ενός κόμματος
δεξιάς διαμαρτυρίας. Απλώς, δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε καταστάσεις
ανάλογες των συλλαλητηρίων του 1992, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν
πρέπει να ανοίξουμε το πιο αδιάλλακτο μέτωπο απέναντι σε όλες τις
εκδοχές πατριδοκαπηλίας.

Απέναντι σε όλα αυτά, μια τοποθέτηση θα πρέπει να οριοθετείται ριζικά
απέναντι και στην αστική πολιτική και στον ιμπεριαλισμό και να
κινείται στους ακόλουθους άξονες:

Πρώτον, να είναι μια τοποθέτηση συνολικής καταδίκης του ιμπεριαλισμού,
της λογικής των πολιτικοστρατιωτικών παρεμβάσεων, της διαχείρισης της
αποσταθεροποίησης, της πολιτικής των σύγχρονων προτεκτοράτων, είτε
προέρχονται από την αμερικανική <<μονομερή>> δράση είτε από <<συλλογικές>>
αποφάσεις του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε. Να συμπληρώνει την
αντιαμερικανική τοποθέτηση με τη σαφή υπόμνηση ότι και η Ε.Ε. ως
ιμπεριαλιστικός μηχανισμός στα πλαίσια του ενδοϊμπεριαλιστικού
ανταγωνισμού είναι επίσης συνένοχη στη γιουγκοσλαβική τραγωδία και σε
κανένα βαθμό δεν είναι παράγοντας ειρήνης και ομαλότητας. Να επιμένει
στη βασική θέση: καμιά αλλαγή συνόρων - έξω όλοι οι ιμπεριαλιστές από
τα Βαλκάνια.

Δεύτερον, να είναι μια τοποθέτηση επιθετικής πολεμικής ενάντια στην
πολιτική της κυβέρνησης της  ΝΔ (αλλά και των προηγούμενων του ΠΑΣΟΚ),
μια πολιτική πλήρους συμμόρφωσης με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς,
από την ανοιχτή διευκόλυνση στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας,
στην μετατροπή της Σούδας σε ορμητήριο θανάτου, στην αυξανόμενη
συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων σε αποστολές εκτός συνόρων. Να
τονίζουμε ότι η ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή της χώρας μας στους
ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς όχι μόνο δεν εξασφαλίζει τα υποτιθέμενα
<<εθνικά συμφέροντα>>, αλλά απειλεί να μας παρασύρει σε επικίνδυνες
περιπέτειες.

Τρίτον, να είναι καταδίκη κάθε εθνικισμού ως αντιδραστικής ιδεολογίας:
τόσο της ελληνικής πατριδοκαπηλίας, όσο, όμως και των διαφόρων
<<αλυτρωτισμών>> της περιοχής, ειδικά όταν αυτοί γίνονται αντικείμενο
χειρισμού στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και ανταγωνισμών.
Καταγγέλλοντας το δικό μας εθνικισμό δεν νομιμοποιούμε και κανένα άλλο
μεγαλοϊδεατισμό.  Και αυτό σημαίνει ότι για το όνομα μια μόνο διέξοδος
μπορεί να υπάρξει: μια ονομασία που να περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία
(και θα κατοχυρώνει την ελληνική αποδοχή της ύπαρξης αυτού του
κράτους) με κάποιο γεωγραφικό προσδιορισμό (που σηματοδοτεί, παράλληλα
με αλλαγές στο σύνταγμα της ΠΓΔΜ, ότι δεν υπάρχουν εδαφικές βλέψεις).

Τέταρτον, να είναι μια θέση πραγματικού διεθνισμού: πραγματική φιλία
και αλληλεγγύη των λαών δεν σημαίνει ούτε περισσότερες οικονομικές
σχέσεις και επενδύσεις, ούτε περισσότερα ξένα στρατεύματα για να
επιβάλουν τη <<συνύπαρξη>>: σημαίνει κοινή πάλη ενάντια στον
ιμπεριαλισμό και τις ολιγαρχίες ντόπιες και ξένες.


More information about the Plug mailing list