> <--- Concise Oxford English Dictionary ---> > vixen > n. 25A0; noun > a female fox. > a spirited or quarrelsome woman. > > Εδώ πιστεύω ότι χρησιμοποιείται με την έννοια της «μαχητικής προώθησης της > έκδοσης απο την συγκεκριμένη κυρία» > Ακριβώς αυτό. Τώρα το πως και αν θα αποδοθεί είναι άλλη ιστορία.